ΕΝΟΤΗΤΑ 10Η
«Μια τιμητική εξορία»
10 Γ. Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις.
1.AITIΟΛΟΓIΚΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Αιτιολογικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που
αιτιολογούν το περιεχόμενο της πρότασης, απ' όπου εξαρτώνται και κατοχυρώνουν
την αλήθεια αυτής. 'Έτσι, ανάμεσα στη δευτερεύουσα και στην προσδιοριζόμενη
(συνήθως κύρια) διαπιστώνουμε τη λογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος
αντίστοιχα. Η αιτιολογική πρόταση εκφράζει το αίτιο και προκαλεί ό,τι δηλώνει η
προσδιοριζόμενη.
Οι δευτερεύουσες αυτές προτάσεις εισάγονται με τους
αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι,
διότι, ὡς,
ἐπεί, ἐπειδή
αυτή η ποικιλία[1] εκφράζει συχνά και την ιδιαίτερη
κάθε φορά σημασία της αιτιολογίας. Οι προτάσεις αυτές προσδιορίζουν γενικά
έννοιες που απαιτούν αιτιολόγηση, ειδικότερα όμως έννοιες ψυχικού πάθους[2].
Επειδή
ως προς το περιεχόμενό τους εκφράζουν κρίση, γι' αυτό εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης:
α) απλή οριστική
(συνήθως): αιτία
πραγματική (από αρκτικό χρόνο),
Ἐπορεύετο ἐφ' ἁμάξης , διότι έτέτρωτο (γιατί είχε τραυματιστεί)
β) δυνητική
οριστική: το δυνατό στο παρελθόν ή
μη πραγματικό
Οὐκ
ἔλεγε τάς
ἐμάς πράξεις,
ὅτι ἐδείκνυεν
ἄν τήν
ἐμήν ἀρετήν . (γιατί θα έδειχνε)
γ) δυνητική
ευκτική: το δυνατό στο παρόν ή μέλλον,
Δέομαι
οὖν σου παραμεῖναι
, οὐδ' ἄν
ἑνός ἀκούσαιμι
ἤ σοῦ
(Σε
παρακαλώ να μείνεις, γιατί κανέναν άλλον δε θα άκουγα πιο ευχάριστα από σένα.)
( (απορούσαν)δ)
ευκτική του πλάγιου λόγου (σπάνια): ύστερα από ιστορικό χρόνο και
δηλώνουν υποκειμενική γνώμη ( Οἱ στρατηγοί ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο) και
δέχονται άρνηση ού.
2. ΤΕΛΙΚΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Τελικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες
επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν το σκοπό της ενέργειας του ρήματος
της πρότασης, απ' όπου εξαρτώνται. Είναι λοιπόν προσδιορισμός του τελικού
αιτίου (τέλος = σκοπός) και γι' αυτό κανονικά τίθενται μετά την
προσδιοριζόμενη (συνήθως κύρια) πρόταση, της οποίας το ρήμα δηλώνει κίνηση ή
ενέργεια.
Οι
τελικές προτάσεις εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα,
ὅπως, ὡς.
Αναλυτικότερα:
α)
ἵνα, ὅπως
, ὡς (= για να), β)
ἵνα μή, ὅπως μή, ώς μή,
μή (= για να μη), γ) ὅπως αν, ώς αν (=
για να).
Επειδή ο σκοπός που
εκφράζουν αναφέρεται στο μέλλον, γι' αυτό ως προς το περιεχόμενό τους είναι
προτάσεις επιθυμίας
Εκφέρονται με:
α) υποτακτική: σκοπός προσδοκώμενος με βεβαιότητα , (Πέμπει
στρατιώτας, ὅπως
βοηθήσωσι τῇ
πόλει),
β) ὅπως ἄν ή ώς αν + υποτακτική: σκοπός
υποτιθέμενος (η πραγματοποίηση του
σκοπού εξαρτάται
από κάποια προϋπόθεση) : Γύμναζε σεαυτόν
πόνοις ἑκουσίοις
ὅπως άν δύνη
καί τούς
ἀκουσίους
ὑπομένειν.
γ)
ευκτική του πλάγιου λόγου: όταν εξαρτώνται από ιστορικό χρόνο και ο
σκοπός
ανάγεται
στο παρελθόν (του λέγοντος ή του γράφοντος), Ἐκάλεσέ
τις αὐτόν , ὅπως
ἴδοι τά
ἱερά.
δ)
οριστική ιστορικού χρόνου: σκοπός απραγματοποίητος (η κύρια εκφράζει
ευχή
ε)
δυνητική ευκτική (σπάνια): σκοπός που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο
παρόν ή μέλλον,
στ) δυνητική οριστική (σπάνια): σκοπός που
θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά
δεν πραγματοποιήθηκε. Δέχονται άρνηση μή.
10.Γ.3. Αποτελεσματικές ή
συμπερασματικές προτάσεις
Αποτελεσματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες
επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν το αποτέλεσμα ή συμπέρασμα μιας πράξης ή
ενέργειας της προσδιοριζόμενης (συνήθως κύριας) πρότασης. Γι' αυτό
κανονικά επιτάσσονται.
Εισάγονται με τους αποτελεσματικούς
συνδέσμους ὥστε και ώς
που προήλθαν από αναφορικά επιρρήματα. Στην προσδιοριζόμενη πρόταση συνήθως
υπάρχει ή εννοείται δεικτικό επίρρημα ή αντωνυμία που δηλώνει ποσό, ποιόν ή τρόπο και που μας
προϊδεάζει για την ύπαρξη της αποτελεσματικής πρότασης.
Ιδιαίτερη σύνταξη του ὥστε:
α) ὥστε+ απαρέμφατο : δηλώνεται σκοπός, όρος, συμφωνία, προυπόθεση. β) Ο
σύνδεσμος ὥστε
μετά από τελεία ἠ ανω τελεία εισάγει κύρια πρόταση και μεταφράζεται
με τα: επομένως συνεπώς.
Τάς
ἁμάξας τότε οἱ ἐχθροί διήρπασαν· ὥστε οἱ Ἕλληνες ἄσιτοι ἦσαν (=επομένως οι Ελληνες έμειναν
νηστικοί)
Το αποτέλεσμα που δηλώνουν οι προτάσεις αυτές
παρουσιάζεται άλλοτε σαν γεγονός που μπορεί να επιβεβαιωθεί από την
πραγματικότητα και άλλοτε σαν στόχος ή πρόθεση που ενδέχεται να πραγματοποιηθεί
κατά την προσωπική εκτίμηση του ομιλητή. Στην πρώτη περίπτωση οι
αποτελεσματικές προτάσεις εκφράζουν την πραγματική σχέση που διαμορφώνεται
ανάμεσα στο αποτέλεσμα και σε όσα προηγήθηκαν. Είναι προτάσεις κρίσης
και δέχονται άρνηση ού. Φυσικά εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων
κρίσης, αλλά με κυρίαρχη έγκλιση την οριστική. Αντίθετα, στη δεύτερη εκφράζουν
υποκειμενικό συμπέρασμα και εκφέρονται με απαρέμφατο. Τότε είναι προτάσεις
επιθυμίας και δέχονται άρνηση μή.
Λειτουργούν
στο λόγο κυρίως ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος. Σπανιότερα
εκφράζουν σκοπό, όρο ή συμφωνία, έχουν επεξηγηματική απόχρωση ή παίρνουν τη
θέση β' όρου σύγκρισης.
10.Γ. 4. ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ Ή ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εναντιωματικές ή παραχωρητικές
(ενδοτικές)
ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, που δηλώνουν αντίστοιχα
εναντίωση ή παραχώρηση προς το περιεχόμενο της προσδιοριζόμενης (συνήθως
κύριας) πρότασης. Έτσι, ανάμεσα στις δύο προτάσεις, κύρια και δευτερεύουσα,
υφίσταται σχέση εναντίωσης· το περιεχόμενο τους είναι αντιθετικό, χωρίς ωστόσο
η δευτερεύουσα να αναιρεί την κύρια· οπωσδήποτε όμως μετριάζει την ισχύ της.
Στην κύρια συχνά υπάρχουν οι αντιθετικοί σύνδεσμοι όμως, αλλά, άλλ' ουν, με
τους οποίους δηλώνεται σαφέστερα και επιτείνεται αυτή η νοηματική αντίθεση.
Προήλθαν από τις υποθετικές με την
προσθήκη του επιδοτικού και (πριν ή μετά τον υποθ. σύνδεσμο) και του , οὐδέ, μηδέ (πριν από τον
υποθ. σύνδεσμο). Γι’ αυτό και μορφοσημασιολογικά είναι στην ουσία υποθετικές
προτάσεις και παρουσιάζουν στην εκφορά τους ανάλογη αντιστοιχία. Έτσι, σχηματίζουν
λανθάνοντες υποθετικούς λόγους, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πλήρης και λογική
αντιστοιχία με τις υποθετικές προτάσεις.
Εισάγονται (οι εναντιωματικές) με τους εναντιωματικούς
συνδέσμους εἴ
καί , έάν
/ ἄν / ἤν
καί (μτφ. αν και, μολονότι) και
δηλώνουν εναντίωση προς κάτι που θεωρείται πραγματικό. Π.χ εἰ καί ἠσθένει , ὅμως προσῆλθεν
(=αν και ήταν άρρωστος, όμως ήρθε)
Εισάγονται (Οι
παραχωρητικές) με τους παραχωρητικούς συνδέσμους: α) καί, οὐδέ,
μηδέ εἴ /
έάν / ἄν
/ ἤν (ακόμη κι αν,
άπω κι αν, κι αν ακόμα) ύστερα από καταφατική πρόταση και δηλώνουν κάτι το
υποθετικό. Π.χ Γελᾷ
ὁ μωρός, κἄν
τι μή γελοῖον ᾗ
(= γελα ο ανόητος
έστω και αν δεν υπάρχει τίποτε αστείο).
Οι
εναντιωματικές ή παραχωρητικές προτάσεις λειτουργούν στο λόγο ως επιρρηματικοί
προσδιορισμοί της αντίθετης στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης και δέχονται
άρνηση μή (σπάνια ού).
[1] Αιτιολογικές
προτάσεις εισάγονται και με τους κυρίως χρονικούς συνδέσμους ότε, ὁπότε αφοῦ·(αιτιολογία
γνωστή): Χαλεπά τά παρόντα , ὁπότε ἀνδρῶν στρατηγῶν τοιούτων στερόμεθα
[2] Οι
αιτιολογικές προτάσεις που εξαρτώνται από ρήματα ή εκφράσεις ψυχικού πάθους
(χαίρω
, ἥδομαι , θαυμάζω = παραξενεύομαι,,
αίσχύνομαι, , ζηλῶ , μέμφομαι , λυποῦμαι
, ἀγανακτῶ , άθυμῶ , φθονῶ , ἐπιτιμῶ , ἀγαπῶ = ικανοποιούμαι, ἄχθομαι , αίσχρόν ἔστι
, θαυμαστόν ἔστι , δεινόν ἔστι , ἄτοπον ἔστι , πλημμελές ἔστι
κ.ά.) εισάγονται με
τους συνδέσμους: α) ει: αιτιολογία υποθετική (άρνηση μή),β) ότι: αιτιολογία
πραγματική, γ) ώς: αιτία υποκειμενική
[3] Για
τις προτάσεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα και για λοιπές πληροφορίες
βλέπε Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Α, Β, Γ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, ΑΘΗΝΑ,
2007, σελ. 153-155, 161.