Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η «Μια τιμητική εξορία»



ΕΝΟΤΗΤΑ 10Η  «Μια τιμητική εξορία»
10 Γ. Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις.
1.AITIΟΛΟΓIΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
            Αιτιολογικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που αιτιολογούν το περιεχόμενο της πρότασης, απ' όπου εξαρτώνται και κατοχυρώνουν την αλήθεια αυτής. 'Έτσι, ανάμεσα στη δευτερεύουσα και στην προσδιοριζόμενη (συνήθως κύρια) διαπιστώνουμε τη λογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος αντίστοιχα. Η αιτιολογική πρόταση εκφράζει το αίτιο και προκαλεί ό,τι δηλώνει η προσδιοριζόμενη.
            Οι δευτερεύουσες αυτές προτάσεις εισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους τι, διότι, ς, πε, πειδ αυτή η ποικιλία[1] εκφράζει συχνά και την ιδιαίτερη κάθε φορά σημασία της αιτιολογίας. Οι προτάσεις αυτές προσδιορίζουν γενικά έννοιες που απαιτούν αιτιολόγηση, ειδικότερα όμως έννοιες ψυχικού πάθους[2].
Επειδή ως προς το περιεχόμενό τους εκφράζουν κρίση, γι' αυτό εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης:
α) απλή οριστική (συνήθως): αιτία πραγματική (από αρκτικό χρόνο),
πορεετο φ' μξης , διτι ττρωτο (γιατί είχε τραυματιστεί)
β) δυνητική οριστική: το δυνατό στο παρελθόν  ή μη πραγματικό
Οκ λεγε τς μς πρξεις, τι δεκνυεν ν τν μν ρετν . (γιατί θα έδειχνε)
γ) δυνητική ευκτική: το δυνατό στο παρόν ή μέλλον,
Δομαι ον σου παραμεναι , οδ' ν νς κοσαιμι σο  (Σε παρακαλώ να μείνεις, γιατί κανέναν άλλον δε θα άκουγα πιο ευχάριστα από σένα.)
( (απορούσαν)δ) ευκτική του πλάγιου λόγου (σπάνια): ύστερα από ιστορικό χρόνο και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη  ( Ο στρατηγο θαμαζον, τι Κρος ο φανοιτο) και δέχονται άρνηση ού.

2. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Τελικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν το σκοπό της ενέργειας του ρήματος της πρότασης, απ' όπου εξαρτώνται. Είναι λοιπόν προσδιορισμός του τελικού αιτίου (τέλος = σκοπός) και γι' αυτό κανονικά τίθενται μετά την προσδιοριζόμενη (συνήθως κύρια) πρόταση, της οποίας το ρήμα δηλώνει κίνηση ή ενέργεια.
Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους να, πως, ς.
Αναλυτικότερα: α) να, πως , ς (= για να), β) να μή, πως μή, ώς μή, μή (= για να μη), γ) πως αν, ώς αν (= για να).
Επειδή ο σκοπός που εκφράζουν αναφέρεται στο μέλλον, γι' αυτό ως προς το περιεχόμενό τους είναι προτάσεις επιθυμίας
 Εκφέρονται με:
α) υποτακτική: σκοπός προσδοκώμενος  με βεβαιότητα , (Πμπει στρατιτας, πως βοηθσωσι τ πλει),
β) πως ν  ή ώς αν + υποτακτική: σκοπός υποτιθέμενος (η πραγματοποίηση του
σκοπού εξαρτάται από κάποια προϋπόθεση) : Γμναζε σεαυτν πνοις κουσοις πως άν δνη κα τος κουσους πομνειν.
γ) ευκτική του πλάγιου λόγου: όταν εξαρτώνται από ιστορικό χρόνο και ο σκοπός
ανάγεται στο παρελθόν (του λέγοντος ή του γράφοντος), κλεσ τις ατν , πως δοι τ ερ.
δ) οριστική ιστορικού χρόνου: σκοπός απραγματοποίητος (η κύρια εκφράζει ευχή
ανεκπλήρωτη), χρν ατος ζν , ἵνα πηλλγμεθα τοτου το δημαγωγο.[3]
ε) δυνητική ευκτική (σπάνια): σκοπός που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο παρόν ή μέλλον,
στ)  δυνητική οριστική (σπάνια): σκοπός που θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρελθόν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Δέχονται άρνηση μή.

10.Γ.3. Αποτελεσματικές ή συμπερασματικές προτάσεις
            Αποτελεσματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν το αποτέλεσμα ή συμπέρασμα μιας πράξης ή ενέργειας της προσδιοριζόμενης (συνήθως κύριας) πρότασης. Γι' αυτό κανονικά επιτάσσονται.
            Εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους στε και ώς που προήλθαν από αναφορικά επιρρήματα. Στην προσδιοριζόμενη πρόταση συνήθως υπάρχει ή εννοείται δεικτικό επίρρημα ή αντωνυμία που δηλώνει ποσό, ποιόν ή τρόπο και που μας προϊδεάζει για την ύπαρξη της αποτελεσματικής πρότασης.
            Ιδιαίτερη σύνταξη του στε: α) στε+ απαρέμφατο : δηλώνεται σκοπός, όρος, συμφωνία, προυπόθεση. β) Ο σύνδεσμος στε μετά από τελεία ανω τελεία εισάγει κύρια πρόταση και μεταφράζεται με τα: επομένως συνεπώς.
            Τς μξας ττε ο χθρο διρπασαν· στε ο λληνες σιτοι σαν (=επομένως οι Ελληνες έμειναν νηστικοί)
            Το αποτέλεσμα που δηλώνουν οι προτάσεις αυτές παρουσιάζεται άλλοτε σαν γεγονός που μπορεί να επιβεβαιωθεί από την πραγματικότητα και άλλοτε σαν στόχος ή πρόθεση που ενδέχεται να πραγματοποιηθεί κατά την προσωπική εκτίμηση του ομιλητή. Στην πρώτη περίπτωση οι αποτελεσματικές προτάσεις εκφράζουν την πραγματική σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στο αποτέλεσμα και σε όσα προηγήθηκαν. Είναι προτάσεις κρίσης και δέχονται άρνηση ού. Φυσικά εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης, αλλά με κυρίαρχη έγκλιση την οριστική. Αντίθετα, στη δεύτερη εκφράζουν υποκειμενικό συμπέρασμα και εκφέρονται με απαρέμφατο. Τότε είναι προτάσεις επιθυμίας και δέχονται άρνηση μή.
Λειτουργούν στο λόγο κυρίως ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος. Σπανιότερα εκφράζουν σκοπό, όρο ή συμφωνία, έχουν επεξηγηματική απόχρωση ή παίρνουν τη θέση β' όρου σύγκρισης.

10.Γ. 4. ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ Ή ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
            Εναντιωματικές ή παραχωρητικές (ενδοτικές) ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, που δηλώνουν αντίστοιχα εναντίωση ή παραχώρηση προς το περιεχόμενο της προσδιοριζόμενης (συνήθως κύριας) πρότασης. Έτσι, ανάμεσα στις δύο προτάσεις, κύρια και δευτερεύουσα, υφίσταται σχέση εναντίωσης· το περιεχόμενο τους είναι αντιθετικό, χωρίς ωστόσο η δευτερεύουσα να αναιρεί την κύρια· οπωσδήποτε όμως μετριάζει την ισχύ της. Στην κύρια συχνά υπάρχουν οι αντιθετικοί σύνδεσμοι όμως, αλλά, άλλ' ουν, με τους οποίους δηλώνεται σαφέστερα και επιτείνεται αυτή η νοηματική αντίθεση.
            Προήλθαν από τις υποθετικές με την προσθήκη του επιδοτικού και (πριν ή μετά τον υποθ. σύνδεσμο) και του , οὐδέ, μηδέ (πριν από τον υποθ. σύνδεσμο). Γι’ αυτό και μορφοσημασιολογικά είναι στην ουσία υποθετικές προτάσεις και παρουσιάζουν στην εκφορά τους ανάλογη αντιστοιχία. Έτσι, σχηματίζουν λανθάνοντες υποθετικούς λόγους, χωρίς ωστόσο να υπάρχει πλήρης και λογική αντιστοιχία με τις υποθετικές προτάσεις.
Εισάγονται (οι εναντιωματικές) με τους εναντιωματικούς συνδέσμους ε κα , έάν / ν / ν κα (μτφ. αν και, μολονότι) και δηλώνουν εναντίωση προς κάτι που θεωρείται πραγματικό. Π.χ εἰ καί ἠσθένει , ὅμως προσῆλθεν (=αν και ήταν άρρωστος, όμως ήρθε)
Εισάγονται (Οι παραχωρητικές) με τους παραχωρητικούς συνδέσμους: α) καί, οὐδέ, μηδέ ε / έάν / ν / ν (ακόμη κι αν, άπω κι αν, κι αν ακόμα) ύστερα από καταφατική πρόταση και δηλώνουν κάτι το υποθετικό. Π.χ Γελ μωρς, κν τι μ γελοον (= γελα ο ανόητος έστω και αν δεν υπάρχει τίποτε αστείο).
Οι εναντιωματικές ή παραχωρητικές προτάσεις λειτουργούν στο λόγο ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αντίθετης στο ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης και δέχονται άρνηση μή (σπάνια ού).



[1] Αιτιολογικές προτάσεις εισάγονται και με τους κυρίως χρονικούς συνδέσμους ότε, πτε αφοῦ·(αιτιολογία γνωστή): Χαλεπ τ παρντα , πτε νδρν στρατηγν τοιοτων στερμεθα
[2] Οι αιτιολογικές προτάσεις που εξαρτώνται από ρήματα ή εκφράσεις ψυχικού πάθους (χαρω , δομαι , θαυμζω = παραξενεομαι,, ασχνομαι, , ζηλ , μμφομαι , λυπομαι , γανακτ , θυμ , φθον , πιτιμ , γαπ = ικανοποιομαι, χθομαι , ασχρν στι , θαυμαστν στι , δεινν στι , τοπον στι , πλημμελς στι κ.ά.) εισάγονται με τους συνδέσμους: α) ει: αιτιολογία υποθετική (άρνηση μή),β) ότι: αιτιολογία πραγματική, γ) ώς: αιτία υποκειμενική
[3] Για τις προτάσεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα και για λοιπές πληροφορίες βλέπε Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Α, Β, Γ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, ΑΘΗΝΑ, 2007, σελ. 153-155, 161.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

ΕΝΟΤΗΤΑ 9Η «Οι νόμοι επισκέπτονται το Σωκράτη στην φυλακή»



ΕΝΟΤΗΤΑ 9η  «Οι νόμοι επισκέπτονται το Σωκράτη στην φυλακή»

9.Α ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Η εφαρμογή των νόμων και τα κίνητρα που δίνει η κοινωνία σε κάθε εποχή στους πολίτες για να τους τηρούν,
Η σκέψη του Σωκράτη και η προσωπικότητά του.

            Στο έργο του Πλάτωνα «Κρίτων» πρωταγωνιστεί ο Σωκράτης, όπως και στην Απολογία, ο οποίος παρουσιάζεται να συζητά με τον φίλο του Κρίτωνα. Στο έργο αυτό ο Πλάτων μας εξιστορεί πώς ένας πλούσιος φίλος του Σωκράτη ετοίμασε την απόδραση του, καθώς θεωρούσε άδικη την καταδίκη του δασκάλου του, αλλά εκείνος δε δέχτηκε. 
 Η κατηγορία που οδήγησε τον Σωκράτη στην καταδίκη ήταν ότι πίστευε σε άλλους θεούς από εκείνους που τιμούσε η πόλη του και ότι διέφθειρε τους νέους. Η δικαιολόγηση της άρνησής του να δραπετεύσει ήταν δύσκολη, καθώς οι φίλοι του υποστήριζαν ότι η δραπέτευσή του δε θα αποτελούσε αδικία αλλά θεραπεία μιας αδικίας.
Ο Σωκράτης δικαιολογεί με επιχειρήματα την άρνησή του να δραπετεύσει από τη φυλακή και την απόφαση του να μείνει πιστός στους νόμους της πόλης. Ο Πλάτων προσωποποιεί τους νόμους, οι οποίοι συναντούν το Σωκράτη και τον ρωτούν αν είναι αυτός που δίδασκε την υπακοή στους νόμους της πατρίδας. Τελικά ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο, διδάσκοντας δια του παραδείγματός του όχι μόνο τους μαθητές του αλλά την ανθρωπότητα όλη την αξία της τήρησης των νόμων.

Μετάφραση παράλληλου κειμένου 9ης ενότητας
            Η δύναμη των νόμων ποια είναι; Άραγε αν κάποιος από σας που αδικείται
φωνάξει δυνατά, θα τρέξουν και θα παραβρεθούν για να το βοηθήσουν; Όχι·
γιατί [οι νόμοι] είναι γράμματα γραμμένα και δε θα μπορούσαν να το κάνουν. Ποια λοιπόν είναι η δύναμη τους; Εσείς, αν τους ενισχύετε και τους καθιστάτε έγκυρους σ' αυτόν που κάθε φορά τους έχει ανάγκη. Επομένως και οι νόμοι είναι ισχυροί από σας και σεις λόγω των νόμων. Πρέπει λοιπόν να τους βοηθάτε με τον ίδιο τρόπο, όπως ακριβώς [θα βοηθούσε] κάποιος τον εαυτό του αν αδικούνταν, και τα αδικήματα κατά των νόμων να θεωρείτε κοινά [δηλ. ότι στρέφονται εναντίον του συνόλου] για όποιο λόγο τυχόν συλλαμβάνεται κάποιος, και μήτε δημόσια υπηρεσία που ανέλαβε μήτε ευσπλαχνία μήτε κανένας άνδρας μήτε κανένα τέχνασμα να εφευρίσκεται εξαιτίας του οποίου, αν κανείς παραβεί τους νόμους, δε θα τιμωρηθεί.
Δημοσθένη, Κατά Μειδίου 224-225

Λίγα λόγια για το απόσπασμα: Προέρχεται από το λόγο του Δημοσθένη «κατά Μειδίου». Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε στο δικαστήριο, όταν ο Δημοσθένης μήνυσε το Μειδία (Αθηναίος ρήτορας και αυτός), επειδή τον είχε χτυπήσει. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Δημοσθένης προσπαθεί να πείσει τους δικαστές να είναι αμερόληπτοι και να μη λυπηθούν το Μειδία, γιατί οι νόμοι δε θα έχουν καμία ισχύ, αν δεν εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις

9.Γ1.ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΑΝ –ΔΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ
Το μόριο αν στην αρχή ήταν επίρρημα και σήμαινε: ίσως, τυχόν, ενδεχομένως, πιθανόν. Διακρίνεται σε:
α. υποθετικό που συντάσσεται πάντα με υποτακτική-
β. αοριστολογικό που συντάσσεται πάντα με υποτακτική-
γ. δυνητικό που συντάσσεται:

1.         με οριστική παρελθοντικού χρόνου (παρατ., αορ., υπερσ.) τότε η έγκλιση ονομάζεται δυνητική οριστική και δηλώνει κάτι που μπορούσε να γίνει στο παρελθόν ή κάτι αντίθετο του πραγματικού. Μεταφράζεται η έγκλιση αυτή:
θα + παρατατικός ή υπερσυντέλικος
π.χ. εἰ ἦσαν ἄνδρες ἀγαθοί , οὐκ ἄν ποτέ ταῦτα ἔπασχον.
2.         ευκτική κάθε χρόνου (εκτός από το μέλλοντα)- τότε η έγκλιση ονομάζεται δυνητική ευκτική και δηλώνει το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον. Μεταφράζεται η έγκλιση αυτή: μπορεί να... ή θα + παρατατικός
π.χ. οὐκ λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος

3.         με απαρέμφατο και μετοχή σε κάθε χρόνο εκτός από μέλλοντα. Τότε ονομάζονται δυνητικό απαρέμφατο και δυνητική μετοχή και ισοδυναμούν με δυνητική ευκτική (συνήθως) ή με δυνητική οριστική ίδιου χρόνου ανάλογα με το νόημα των συμφραζομένων.
π.χ. Κλων λεγε , ε ρχε , τοτο ν ποισαι (ποησεν ν ).
Νομζω τοτο οκ ν ληθς εναι (= οκ ν εη )

9.Γ2 ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που «ειδικεύουν», δηλαδή περιορίζουν και αποσαφηνίζουν το γενικό και αόριστο νόημα του ρήματος εξάρτησης ή ενός όρου της πρότασης, όπου αναφέρονται. Επειδή, ως προς το περιεχόμεvo, είναι προτάσεις κρίσης, γι' αυτό και εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης και δέχονται άρνηση ού.
Εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους τι και ς (και σπάνια με το όπως) και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων που κατά κανόνα εκφράζουν διαπίστωση του ομιλητή. 'Ετσι, ως ονοματικές προτάσεις κατέχουν τη θέση μιας πλάγιας πτώσης ονόματος και λειτουργούν στο λόγο ως αντικείμενο [ ρημάτων λεκτικών (λέγειν, γγλλειν) ή αισθητικών (ασθνεσθαι, ρν, κοειν) ή γνωστικών (γιγνώσκειν, εδναι)] ή υποκείμενο σε περίπτωση άμεσης εξάρτησης από το ρήμα (απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων), και ως επεξήγηση, όταν έχουμε έμμεση εξάρτηση απ' αυτό.

ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ,
Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που δηλώνουν: ενδοιασμό, ανησυχία, φόβο προσδοκώμενο ή πραγματικό  κακό ή ανεπιθύμητο (ενδοιασμός = αμφιβολία, δισταγμός από το ρ. νδοιζω ).
Εισάγονται με τους ενδοιαστικούς συνδέσμους μή, μή ού και κατά κανόνα είναι προτάσεις επιθυμίας με κυρίαρχη έγκλιση την υποτακτική, αν και παρουσιάζουν συχνά ποικιλία εκφοράς. Ως ονοματικές προτάσεις συμπληρώνουν, άμεσα ή έμμεσα, το νόημα ρημάτων που εκφράζουν φόβο (φοβομαι, δέδοικα, κν), ανησυχία, υποψία, προσοχή. και γι' αυτό λειτουργούν στο λόγο ως αντικείμενο, υποκείμενο ή επεξήγηση.
Εκφέρονται συνήθως με υποτακτική, σπάνια με οριστική, όταν το φοβερό ή ανεπιθύμητο το φαντάζεται κανείς όχι σαν ενδεχόμενο αλλά ως κάτι πραγματικό. Μετά από ιστορικό χρόνο με υποτακτική ή ευκτική του πλαγίου λόγου.

ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
            Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ή πλάγιες ερωτήσεις λέγονται οι δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, που περιέχουν ερώτηση που έγινε ή πρόκειται να γίνει, όχι όμως άμεσα αλλά σε εξάρτηση από κάποιο ρηματικό τύπο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του λόγου. Λειτουργούν ως αναγκαίο συμπλήρωμα του ρήματος εξάρτησης, δηλαδή ως αντικείμενο ή υποκείμενο αυτού ή ως επεξήγηση των όρων αυτών.
            Οι πλάγιες ερωτήσεις είναι στην ουσία μια μορφή του πλάγιου λόγου, γιατί αρχικά ήταν ευθείες ερωτήσεις. Γι' αυτό και έχουν τα ίδια σχεδόν χαρακτηριστικά με εκείνες, με βασική όμως διαφοροποίηση την απουσία του ερωτηματικού σημείου στίξης.
Ειδικότερα οι πλάγιες ερωτήσεις είναι εξαρτημένες προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας με θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα, όπως και οι ευθείες ερωτήσεις. Διακρίνονται κι αυτές ανάλογα με το βαθμό της άγνοιας του ομιλητή σε ερωτήσεις ολικής (απλές -διμελείς) και μερικής άγνοιας.
Σχηματικά λοιπόν έχουμε το εξής διάγραμμα:
α. κρίσης -επιθυμίας (άρνηση ού -μη αντίστοιχα)
β. ολικής ή μερικής άγνοιας
γ. ολικής άγνοιας: απλές -διμελείς.

ΕΥΘΕΙΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Οι προτάσεις κατά το περιεχόμενό τους διακρίνονται, ως γνωστό, σε προτάσεις κρίσης, επιθυμίας, επιφωνηματικές και ερωτηματικές.
Ευθείες ερωτήσεις λέγονται οι ανεξάρτητες ερωτηματικές προτάσεις που υποβάλλονται απευθείας απ' αυτόν που ρωτάει, χωρίς δηλαδή να μεσολαβεί ρήμα εξάρτησης. Οι προτάσεις αυτές εκφράζουν απορία, που αποτελεί αυτοτελές νόημα, και γι' αυτό χαρακτηρίζονται ως κύριες προτάσεις. Σε γραπτό λόγο έχουν ως αναγκαίο εξωτερικό χαρακτηριστικό γνώρισμα κατά κανόνα το ερωτηματικό, ενώ στον προφορικό αναγνωρίζονται από τον τόνο της φωνής (ηχόχρωμα).
Αναλυτικότερα οι ευθείες ερωτήσεις είναι κύριες προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας με θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα. Ανάλογα με το βαθμό της άγνοιας αυτού που διατυπώνει το ερώτημα διακρίνονται σε ερωτήσεις ολικής και μερικής άγνοιας Οι ολικής άγνοιας είναι μονομελείς, διμελείς, πολυμελείς.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
            Αναφορικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις, που το περιεχόμενο τους αναφέρεται - αποδίδεται σε κάποιον κύριο ή δευτερεύοντα όρο μιας άλλης πρότασης. Αυτόν τον προσδιοριζόμενο όρο (όρο της αναφοράς), που εκφράζεται ρητά στο λόγο ή εννοείται από τα συμφραζόμενα, τον προσδιορίζει ακριβέστερα και σαφέστερα η αναφορική πρόταση ή απλώς τον συμπληρώνει· συχνά όμως συνδέεται μαζί του και με επιρρηματική σχέση.
            Οι προτάσεις αυτές εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα και εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσης (άρνηση ου) και επιθυμίας (άρνηση μη). Η θέση τους ρυθμίζεται από τις ιδιαίτερες ανάγκες του λόγου. Έτσι, κανονικά ακολουθούν την πρόταση, στην οποία ανήκει ο προσδιοριζόμενος όρος, προηγούνται για έμφαση ή και παρεμβάλλονται.
            Για να προσδιορίσουμε τις αναφορικές προτάσεις, πρέπει να διακρίνουμε το λεκτικό σύνολο (την ομάδα λέξεων), στο οποίο ανήκουν και το συντακτικό τους ρόλο σ' αυτό. Η μορφολογική ιδιαιτερότητα του τρόπου εισαγωγής τους, η σχέση τους με τον προσδιοριζόμενο όρο, αλλά και η σημασιολογική ευρύτητα τους επιτρέπει στις προτάσεις αυτές να επιτελούν πολλές λειτουργίες. Έτσι, αντιστοιχούν με τα ονόματα και ονομάζονται ονοματικές, αλλά και με τα επιρρήματα και καλούνται επιρρηματικές. Τέλος εκφράζουν σύγκριση ή παρομοίωση και λέγονται παραβολικές ή παρομοιαστικές.

Αναλυτικότερα:
1. Εισάγονται:
α) με αναφορικές αντωνυμίες: ς , σπερ , σος , οος, , λικος , ποδαπς, στις , πτερος, πσος, , ποος, κ.ά.
β) με αναφορικά επιρρήματα: ο, που, θεν, πθεν, ς, πως, ο, πο, , π, περ, καθάπερ, οον, οα, σον, σ, νθεν  (= από όπου) κ.ά.
2. Εκφέρονται:
α) με απλή οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική (οι αναφορ. ονοματικές ή επιρρηματικές κρίσης),
β) με προτρεπτική ή απαγορευτική υποτακτική, προστακτική ή ευχετική ευκτική (οι αναφορ. ονοματικές ή επιρρηματικές επιθυμίας),
γ) με απλή οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική, υποτακτική, ευκτική ή απαρέμφατο (οι μεικτές αναφορικές προτάσεις),
δ) με ευκτική από έλξη.

3. Διακρίνονται:
α) ΣΕ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ:
Αυτές εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και χρησιμοποιούνται:
α. ως υποκείμενο,
β. ως αντικείμενο,
γ. ως κατηγορούμενο,
δ. ως ονοματικός προσδιορισμός, παράθεση ή επεξήγηση,
ε. ως επιθετικός ή κατηγορηματικός προσδιορισμός,
στ. ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός (γεν. αντικειμενική, κτητική, διαιρετική κ.λ.π.), ιδιαίτερα όταν παραλείπεται μια δεικτική αντωνυμία που είναι προσδιοριζόμενος όρος. Τη συντακτική της θέση τότε την παίρνει ολόκληρη η αναφορική πρόταση.
β) σε επιρρηματικές ( Η περιγραφή και ανάλυσή τους θα γίνει σε επόμενο κεφάλαιο