Στην
εποχή
του τσιµέντου και της πολυκατοικίας
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Η
απρόσωπη ζωή, οι
άνθρωποι και τα διαµερίσµατα σε µια σύγχρονη τσιµεντούπολη
Προβλήµατα
από τη συγκατοίκηση πολλών οικογενειών στις σύγχρονες πολυκατοικίες
Εργαζόµενες
µητέρες µε παιδιά. Οι δυσκολίες στην ανατροφή και στη διαπαιδαγώγηση
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το απόσπασµα προέρχεται από το µυθιστόρηµα Η αυλή µας της
Ιορδανίδου, στο οποίο η συγγραφέας περιγράφει σκηνές από τη ζωή στη σύγχρονη
τσιµεντούπολη. Μια πρώτη προσέγγιση του κειμένου µπορεί να εστιαστεί στα
παρακάτω θέµατα: κατασκευή των διαµερισµάτων και οµοιόµορφος τρόπος ζωής των
ενοίκων οι κάτοικοι, και κυρίως η νοικοκυρά, έχασε το δικαίωµα να δηµιουργήσει
τη γωνιά της (αξίζει να σχολιαστεί ότι η Ιορδανίδου προέρχεται από την
Κωνσταντινούπολη, όπου η νοικοκυρά του σπιτιού είναι η αδιαφιλονίκητη
«βασίλισσα» του οίκου της). Αυτή η ισοπεδωτική οµοιοµορφία, σε συνδυασµό και µε
το φόβο, που εµπνέει η ανωνυµία της συγκατοίκησης στην πολυκατοικία, οδηγούν τους
ανθρώπους στην αποξένωση και στην εσωστρέφεια.
Η Ιορδανίδου αναφέρεται
κυρίως σε µερικά χαρακτηριστικά προβλήµατα της ζωής στις πολυκατοικίες,
όπως: η ενόχληση από τους θορύβους και τις συζητήσεις στα διπλανά διαµερίσµατα.
Η προσωπική ζωή των ενοίκων συχνά απασχολεί και το γείτονα, ο οποίος κατά
κάποιο τρόπο παρακολουθεί ή συµπάσχει άθελα του. Στο τελευταίο µέρος του
αποσπάσµατος η αφηγήτρια αναφέρεται στο διπλανό διαµέρισµα, όπου ζει ένα
εργαζόµενο ζευγάρι µε τη µικρή του κόρη. Η υστερική συµπεριφορά της µητέρας και
οι νευρικές αντιδράσεις του παιδιού προβληµατίζουν έντονα την αφηγήτρια, η
οποία παρεµβαίνει δυναµικά για να προστατέψει το παιδί από τη βιαιότητα της
µητέρας.
Ως προς τη µορφή, µπορεί να
επισηµανθεί η εναλλαγή αφηγηµατικών και διαλογικών µερών, η αµεσότητα
(απλότητα) του προφορικού λόγου και η χρήση καθηµερινού λεξιλογίου.
Ο σύγχρονος
τρόπος ζωής στις πολυκατοικίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα κατοικούν σε
αστικά κέντρα και μέσα σε πολυκατοικίες, οι οποίες έφεραν μεγάλες αλλαγές στον
τρόπο ζωής των ανθρώπων και δημιούργησαν πολλά προβλήματα στις μεταξύ τους
σχέσεις. Πρώτα πρώτα αντέστρεψαν ριζικά τη φυσιολογική μορφή της συμβίωσης.
Έτσι, αντί οι άνθρωποι να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον, οριζόντια, συγκατοικούν ο
ένας πάνω από τον άλλον (κάθετα), μετέωροι, και μέσα στα
τσιμέντα. Τα περισσότερα διαμερίσματα είναι μικρά σαν κλουβιά και πολλά από
αυτά ανήλιαγα και σκοτεινά, ίδια φυλακές. Η έννοια «γειτονιά» κοντεύει να
χαθεί, δεν υπάρχουν αυλές ούτε αλάνες, για να παίξουν τα παιδιά, και το φυσικό
περιβάλλον έχει σχεδόν περιοριστεί σε μερικές θλιβερές γλάστρες στα μπαλκόνια.
Όμως το κυριότερο είναι ότι οι άνθρωποι έχουν
χάσει την ελευθερία τους, γιατί η συμπεριφορά τους καθορίζεται από κανόνες τους
οποίους είναι υποχρεωμένοι να τηρούν, όπως, για παράδειγμα, στο ωράριο της
θέρμανσης ή στις ώρες κοινής ησυχίας. Ακόμα, μέσα σε μια πολυκατοικία όλοι
έχουν παράπονα: οι κάτω από τους επάνω, γιατί θορυβούν όσοι δεν έχουν
παιδιά, από τα παιδιά των άλλων εκείνοι που δεν έχουν ζώα από αυτούς που έχουν.
Όλα αυτά κάνουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ενοίκους τυπικές. Και στις μεγάλες πολυκατοικίες συχνά δε γνωρίζεις αν ο
συνεπιβάτης σου, στο ασανσέρ, είναι ένοικος του κτιρίου και αν τον γνωρίζεις, δεν
τον χαιρετάς...
Η αλλοτρίωση
των σύγχρονων Ελλήνων (Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους)
Η λέξη «ρωμιοσύνη»
(= ο Ελληνισμός, η ελληνική ψυχή, το φρόνημα και τα ιδανικά του ελληνικού
έθνους, και εδώ: ο τρόπος συμπεριφοράς των Ελλήνων στη συνείδηση της αφηγήτριας
είναι ταυτισμένη με τις παραδοσιακές αρετές των Ελλήνων) τη φιλοξενία, την
αλληλεγγύη, τη φιλία, την ψυχική ευγένεια, τη συμπόνια. Με αυτές τις αρετές
μεγάλωσε και οι αναμνήσεις της από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι
γείτονες γνωρίζονταν μεταξύ τους, αντάλλασσαν επισκέψεις και μοιράζονταν τις
χαρές και τις λύπες, είναι γεμάτες με εικόνες από βεγγέρες, γιορτές, μουσαφιριά
και τραπεζώματα» Τώρα στην Αθήνα, ζώντας στους ρυθμούς της αστικής ζωής,
διαπιστώνει μιαν άλλη κοινωνική πραγματικότητα: οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει
ξενικές συνήθειες, έχουν γίνει τυπικοί και εσωστρεφείς, δεν ανοίγουν τα σπίτια
τους και τις καρδιές τους, θαρρείς και φοβούνται ο ένας τον άλλον. Έτσι, στη
θέση των παραδοσιακών αρετών έχουν μπει η καχυποψία, η αδιαφορία, ο φόβος και η
αντικοινωνικότητα, ενώ οι συγκάτοικοι στις πολυκατοικίες πολλές φορές ούτε καν
γνωρίζονται μεταξύ τους. Βλέποντας αυτή την αλλαγή στους καιρούς και
στους ανθρώπους, η αφηγήτρια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Έχασαν οι Ρωμιοί τη
ρωμιοσύνη τους, δηλαδή την ελληνική φυσιογνωμία τους, και, στο όνομα τη:
προόδου και της εξέλιξης, αλλοτριώθηκαν[1] από τα ξενικά πρότυπα.
Η αφηγήτρια
και η ανατροφή του παιδιού των διπλανών
Μ.Ιορδανίδου |
Η αφηγήτρια παρακολουθεί την οικογενειακή ζωή των
ενοίκων του διπλανού διαμερίσματος χωρίς να το επιδιώκει και άθελα της
συμπάσχει. Ειδικότερα, αναφέρεται σε σκηνές από τη σχέση της γυναίκας με τη
μικρή κόρη της, πού δείχνουν από τη μια ένα τρομαγμένο και νευρωτικό (που δε
μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του) παιδί και από την άλλη μια αγχωτική,
υστερική και εξουσιαστική μητέρα, που χάνει τον έλεγχο των λόγων και των πράξεών
της. Η αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά της και οι νευρικές αντιδράσεις του παιδιού
προβληματίζουν την αφηγήτρια, η οποία από διάθεση να βοηθήσει παρεμβαίνει με
τρόπο ευγενικό[2], συμβουλεύοντας τη μητέρα να
συμπεριφέρεται με ηρεμία στο παιδί της και να του δίνει πρωτοβουλίες. Βέβαια η
αντίδραση της ξένης γυναίκας δεν άφησε περιθώρια για συζήτηση, όμως η αφηγήτρια
δεν έπαψε να ενδιαφέρεται και να γίνεται μάρτυρας της νοσηρής κατάστασης που
συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή μάλιστα η παρέμβαση της κινδύνεψε να γίνει
επεισοδιακή, καθώς η απειλή «θα σε μπατσίσω» ξεσήκωσε μέσα της την οργή και
θέλησε να παρέμβει με δυναμικό τρόπο, για να προστατέψει το παιδί από τη βίαιη
συμπεριφορά της μητέρας του.
- Η
παρέμβαση της αφηγήτριας δείχνει σκεπτόμενο άνθρωπο, με ευαισθησία, καλλιέργεια,
πείρα και καλοπροαίρετη διάθεση. Είναι φανερό ότι ξέρει από παιδιά και θέλει να
εξομαλύνει την ακραία κατάσταση που έχει διαπιστώσει. Πονάει για το παιδί και
εξοργίζεται με τη μητέρα, μια εργαζόμενη που δεν μπόρεσε να βρει την ισορροπία ανάμεσα
στους πολλαπλούς της ρόλους. Η γνώση και διαίσθησή της την οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι έχει πληγωθεί η αξιοπρέπεια του παιδιού, το οποίο χρησιμοποιεί
ως άμυνα απέναντι στη μητέρα του την άρνηση του φαγητού, γιατί έτσι την
εκδικείται για το ξύλο και για την εγκατάλειψη (η μητέρα είχε πάει για
διακοπές στο εξωτερικό με τον πατέρα αφήνοντας το παιδί στη γιαγιά του).
[1] Αλλοτρίωση είναι η διαδικασία της
αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό (το χάσιμο, της «ταυτότητάς»
του) και της ταύτισής του με την υλική πραγματικότητα, καθώς και της απόλυτης
εξάρτησής του από αυτή.
[2] Ο
οποίος όμως δε παύει να αποτελεί παρέμβαση στην προσωπική ζωή των γειτόνων της
γι΄ αυτό κι αντιμετωπίζεται έτσι από τη μητέρα του παιδιού.