«Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα» Δημήτρη Χατζή[1]
ΘΕΜΑΤΙΚΑ
ΚΕΝΤΡΑ
Δ. Χατζής |
Μετανάστευση Αποξένωση από την πατρίδα
Απώλεια εθνικής και κοινωνικής ταυτότητας
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το
επιλεγµένο απόσπασµα συνιστά ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα της ρεαλιστικής[2]
γραφής του ∆ηµήτρη Χατζή, η οποία έχει ως επίκεντρο της την παρατήρηση του
κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναπαριστά πειστικά το λόγο ενός λαϊκού
προσώπου που, ως µετανάστης στη Γερµανία, διαπιστώνει την απώλεια της
προσωπικής αλλά και της εθνικής του ταυτότητας.
Ο τίτλος: Το κεφάλαιο[3]
από όπου προέρχεται το απόσπασµα έχει τον τίτλο «Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρηµη
χώρα». Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «ο Κάσπαρ Χάουζερ ήταν ένα παιδί που βρέθηκε
στη Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε - δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι,
δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου - καµιάν ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό - να
µιλήσει δεν ήξερε. Φαινότανε δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά
τους - δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε
πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δε βρήκε ποτέ τους ανθρώπους».
Ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί ως τίτλο του κεφαλαίου το όνομα αυτού του παιδιού με τον προσδιορισμό
στην έρημη χώρα, γιατί θεωρεί ότι
υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στον ήρωα του τον Κώστα, και στον Κάσπαρ
Χάουζερ. Μελετώντας το απόσπασμα διαπιστώνουμε ότι και οι δύο, για
διαφορετικούς λόγους ο καθένας, βρέθηκαν σε μια χώρα ξένη, άγνωστοι ανάμεσα σε
αγνώστους, όπου όλοι οι άλλοι μιλούν μια γλώσσα που τους είναι ακατανόητη και δεν
έχουν κανέναν να τους περιμένει. Η χώρα
στην οποία υποχρεώνονται να ζήσουν είναι γι’ αυτούς ουσιαστικά μια
έρημη χώρα, αφού δεν επικοινωνούν με τους ανθρώπους και βιώνουν ο καθένας τη
δική του μοναξιά.
Και για τους
δύο η έννοια πατρίδα είναι ασαφής και ακαθόριστη: ο Κώστας δεν έχει κανένα
δεσμό με την πατρική γη (Σαν να ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το
κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα) και ο Κάσπαρ Χάουζερ, μεγαλωμένος
στο δάσος σαν αγρίμι, δε νιώθει να ανήκει πουθενά, δεν έχει σπίτι και πατρίδα.
Ο Κώστας: Είναι ο μοναδικός ήρωας και αφηγητής
του κειμένου, ένα λαϊκό πρόσωπο που, ζώντας στη Γερμανία ως μετανάστης, συνειδητοποιεί
ότι χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του και την εθνική του υπόσταση και ταυτότητα. Ζει
μονότονα, χωρίς η ζωή του να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον και αδυνατεί να προσαρμοστεί
στους ρυθμούς ζωής της ξένης πόλης όπου εργάζεται. Η αυτοπεποίθηση του είναι χαμηλή
και δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον εαυτό του, μια μονάδα χαμένη μέσα στο πλήθος
των πολλών και των αγνώστων, που η μοναδική του συντροφιά είναι λίγοι συμπατριώτες
του μετανάστες, ενώ έχει διακόψει τους δεσμούς με την πατρίδα του. Η αίσθηση της
μοναξιάς που τον διακατέχει τον αναγκάζει να χαράξει ο ίδιος το πικρόχολο, γεμάτο
αυτοσαρκασμό και αυτοπεριφρόνηση επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του.
Μια σχηματική παράσταση του προβλήματος του ήρωα επιχειρείται παρακάτω:
Το παρελθόν του ήρωα: Στο δεύτερο κεφάλαιο του µυθιστορήµατος
Tο διπλό βιβλίο ο Χατζής αναπτύσσει το θέµα του ελληνικού παρελθόντος
του Κώστα. Καταγόταν από ένα αποµονωµένο χωριό του νοµού Μαγνησίας, τη Σούρπη.
∆εν έµαθε γράµµατα και πριν φύγει µετανάστης στη Γερµανία, εργαζόταν σ’ ένα
µικρό εργαστήριο ξυλείας στο Βόλο. Οι γονείς του πέθαναν και η µοναδική αδερφή
του παντρεύτηκε κι έφυγε από το πατρικό τους σπίτι. Στο τρίτο κεφάλαιο του
βιβλίου, ο Κώστας, έχοντας χάσει τους δεσµούς µε τις ελληνικές καταβολές του,
αδυνατεί να προσαρµοστεί στον καινούριο κόσµο. Η ανάμειξη κάθε είδους φυλών, τα
µεγάλα πληθυσµιακά µεγέθη και οι ανεξιχνίαστοι για τον ίδιο µηχανισµοί αυτού
του κόσµου µεταδίδουν στον Κώστα την αίσθηση ότι η ταπεινή του ύπαρξη εξισώνεται µε τις διαστάσεις ενός µικροβίου και
τον οδηγούν στη συναισθηµατική ανάγκη να συντάξει ο ίδιος το πικρόχολο και
αυτοσαρκαστικό επίγραµµα της επιτύµβιας στήλης του.
Η αλλοτρίωση του (βιομηχανικού κυρίως) εργαζόμενου που δεν αντλεί τη χαρά της δημιουργίας από την εργασία του και τελικά τη θεωρεί ασήμαντη (όπως και τον εαυτό του ). αποτυπώθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένα στην ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι καιροί (1936). Ενα ενδιαφέρον απόσπασμα μπορείτε να παρακολουθείσετε παρακάτω.
Δε θα μπορούσε να απουσιάζει και το τραγούδι η "φάμπρικα" σε στίχους του Γ.Σκούρτη. .Τραγουδά ο Λάκης Χαλκιάς
Ειδικά οι παρακάτω στίχοι είναι χαρακτηριστικοί!
Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ' όνομά μου
Ο στόχος του συγγραφέα: Πίσω από το επιλεγµένο απόσπασµα, το οποίο επικεντρώνεται στο αίσθηµα της αποξένωσης του Έλληνα µετανάστη, µπορεί να ανιχνευτεί ο στόχος ολόκληρου του ∆ιπλού βιβλίου.
Ειδικά οι παρακάτω στίχοι είναι χαρακτηριστικοί!
Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ' όνομά μου
Ο στόχος του συγγραφέα: Πίσω από το επιλεγµένο απόσπασµα, το οποίο επικεντρώνεται στο αίσθηµα της αποξένωσης του Έλληνα µετανάστη, µπορεί να ανιχνευτεί ο στόχος ολόκληρου του ∆ιπλού βιβλίου.
Ο καημός του μετανάστη αποτυπώνεται και στο παρακάτω τραγούδι με το Β.Λέκκα
Ο στόχος, δηλαδή να εκφραστεί ο καηµός
του ρωµαίικου και η αίσθηση ότι οι δύο µεταπολεµικές γενιές διαψεύστηκαν και
ηττήθηκαν: τόσο η πρώτη γενιά, η γενιά του πατέρα του Κώστα, που θυσιάστηκε
(κατοχή και εμφύλιος) µε την μάταιη ελπίδα ενός καλύτερου και δικαιότερου
κόσµου, όσο και η δεύτερη γενιά, η γενιά του Κώστα, που έχασε την ταυτότητα
της, αναγκασµένη από τις περιστάσεις να αναζητήσει µια καινούρια πατρίδα. Τελικά
ούτε αυτή την πατρίδα βρήκε ούτε στην παλιά µπόρεσε ποτέ ουσιαστικά να
επιστρέψει.
Αν και το παρακάτω τραγούδι αναφέρεται στην επιστροφή των Ελληνοποντίων στην Ελλάδα και στην δυσκολία τους να αποκτήσουν αποδεκτή κοινωνική ταυτότητα , αντικατοπτρίζει, νομίζω, αισθήματα παρόμοια με του ήρωα!
[2] Στην Ελλάδα ο νεορεαλισμός συνδέθηκε με την
πολιτικοποίηση της λογοτεχνίας, έντονη στη μεταπολεμική περίοδο και άμεσα
συνδεδεμένη με τον Εμφύλιο. Πολλοί συγγραφείς περιγράφουν την αγωνία του
ανθρώπου να επιβιώσει και να βρει το στίγμα του στη νέα εποχή. Άλλοι πάλι
προτιμούν να προβάλουν στο έργο τους την παράδοση. Βλέπε και Ιστορία
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α, Β’, Γ’ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, ΑΘΗΝΑ, 2006, σελ. 157
[3] Είναι το τρίτο του βιβλίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου