Δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς[1]
«Θέλω
να πα στην ξενιτιά», «Ξενιτεμένο μου πουλί»
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Αποδηµία - µετανάστευση: αίτια οικονοµικά, πολιτικά
κ.λπ.
Χωρισµός από τα οικεία πρόσωπα. Κοινωνικές συνέπειες
Ζωή του ξενιτεµένου, ζωή αυτού που µένει πίσω.
Προσωπικά βιώµατα και συναισθήµατα
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
. Η ξενιτιά
γενικά[2]
Η αποδημία, δηλαδή η απομάκρυνση κάποιων
ανθρώπων από τον τόπο στον οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και η μόνιμη ή για
μεγάλο χρονικό διάστημα εγκατάσταση τους σε ξένο τόπο, οφείλεται σε κάποιες συνθήκες
ιστορικές, πολιτικές ή κοινωνικές. Ο
κυριότερος όμως λόγος που αναγκάζει τους ανθρώπους να ξενιτεύονται είναι οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες
της πατρίδας τους και γι' αυτό φεύγουν για τη βελτίωση των οικονομικών τους και
για καλύτερες συνθήκες ζωής. Αυτοί είναι
οι οικονομικοί μετανάστες. Πέρα από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που
εκπατρίζονται, που εκδιώκονται ή φεύγουν από την πατρίδα τους για λόγους
πολιτικούς, και κυρίως οι πρόσφυγες, δηλαδή οι πληθυσμοί που αναγκάζονται για
λόγους δικούς τους ή εξαναγκάζονται από κάποιο φορέα εξουσίας να εγκαταλείψουν
την πατρίδα τους ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους και να καταφύγουν σε μια
ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής τους προέλευσης (όπως, για παράδειγμα, οι
Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μ. Ασία το 1922 ή οι
νεοπρόσφυγες Έλληνες Πόντιοι που ήρθαν τελευταία στην Ελλάδα από χώρες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης).
Τα δηµοτικά τραγούδια της
ξενιτιάς αποτυπώνουν καταστάσεις από τη ζωή των απλών ανθρώπων που φεύγουν από
την πατρίδα τους για να βρουν καλύτερη τύχη σε µια άλλη, ισχυρότερη οικονοµικά
χώρα. Εδώ πρέπει να επισηµανθεί ότι η εµπειρία του ξενιτεµένου µετανάστη δεν
αφορούσε τόσο τα σηµερινά ελληνόπουλα, αφού δεν υπήρχε πριν μερικά χρόνια (γιατί τώρα δυστυχώς επανεμφανίζεται) στη χώρα µας
µεταναστευτικό ρεύµα. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ρεύµα
εισόδου άλλων, Βαλκάνιων κυρίως µεταναστών, στη χώρα µας. Ωστόσο, αυτή η
κοινωνική µορφή ζωής, δηλαδή ο ξενιτεµός, υπήρξε µακρόχρονη ελληνική εµπειρία,
της οποίας τα οικονοµικά και κοινωνικά αποτελέσµατα υπήρξαν θετικά για τη χώρα
µας.
Τα τραγούδια της ξενιτιάς
φανερώνουν τα αισθήµατα αγάπης που συνδέουν τον ξενιτεµένο µε την οικογένεια
και την πατρίδα του. Εκφράζουν τόσο τη νοσταλγία αυτού που έφυγε όσο και την
πίκρα αυτού που έµεινε. Τα επιλεγμένα τραγούδια παρουσιάζουν αυτές τις δύο
εκδοχές του πόνου που προκαλεί ο ξενιτεµός του αγαπηµένου προσώπου.
Στο
πρώτο τραγούδι διακρίνονται δύο
νοηµατικές ενότητες. Στην πρώτη (στίχοι 1-8), ο ξενιτεµένος αφηγείται πώς η
ξενιτιά τον πλάνεψε µε τις χάρες της και τον κράτησε τριάντα χρόνια κοντά της,
και ο ίδιος, αδύναµος να αντισταθεί στη δύναµή της, την παρακαλεί να µην του
προκαλέσει αρρώστια. Η περιγραφή των αναγκών που έχει ο άρρωστος προβάλλει
έµµεσα το γεγονός ότι ως ξένος στερήθηκε τη στοργή, την αγάπη και τη φροντίδα
µακριά από την πατρίδα του. Στη δεύτερη ενότητα αυτός που μιλά είναι ένας
ανεξάρτητος αφηγητής ο οποίος περιγράφει το δράµα του άρρωστου ξενιτεµένου και
την κορύφωση της νοσταλγίας του τελευταίου - η νοσταλγία εκφράζεται µέσα από
την επιθυµία του για το νερό και τους καρπούς της πατρικής γης (µήλα και
σταφύλια). Ίσως πιστεύει ότι αυτά θα είχαν τη δύναµη να τον κρατήσουν στη ζωή[3].
Πρέπει να επισημανθεί επίσης η αντίδραση-συμμετοχή
της γης (φύσης) στον αναστεναγµό του ετοιµοθάνατου ξενιτεµένου και να τονιστεί
η αµεσότητα και η ζωντάνια που επιτυγχάνεται (για τον ακροατή-αναγνώστη) µε τη
διατύπωση από τον ίδιο τον ξενιτεµένο της τελευταίας του επιθυµίας.
Στο
δεύτερο τραγούδι παρουσιάζεται η
γυναικεία µορφή που µένει πίσω και βιώνει τα αισθήµατα θλίψης και στέρησης που
της προκαλεί ο ξενιτεµός του αγαπηµένου προσώπου. Είναι η µητέρα ή η σύζυγος που µιλά; Η εικόνα
των γυναικών που ταχταρίζουν τα νεογέννητα (στίχοι 11-12) µπορεί να σηµαίνει
ότι το πρόσωπο που µιλά είναι µια νιόπαντρη γυναίκα της οποίας ο άντρας
ξενιτεύτηκε προτού αποκτήσουν παιδιά.
Το τραγούδι αναπτύσσεται σε δύο στροφικές
ενότητες µε σχετικά ανεξάρτητο περιεχόµενο. Στην πρώτη (στίχοι 1-8) η γυναίκα
εκφράζει την αδυναµία της να προσφέρει δείγµατα αγάπης προς τον αγαπηµένο της,
γιατί η απόσταση από τη µια και η µεγάλη της θλίψη από την άλλη εµποδίζουν την
επικοινωνία. Η ενότητα δοµείται πάνω στα σχήµατα
της αντίθεσης (θέση: «να στείλω» / άρση: «σέπεται» κ.λπ.) και της επανάληψης («να στείλω», «αν στείλω» κ.λπ.),
που αποτελούν τυπικά γνωρίσµατα των δηµοτικών τραγουδιών.
Στη δεύτερη στροφική ενότητα (στίχοι
9-14) περιγράφεται η συναισθηµατική κατάσταση της γυναίκας που µένει πίσω και
στερείται όλες τις απλές χαρές της ζωής που η παρουσία του άντρα της θα
της πρόσφερε. Ο βουβός και
κρατηµένος στο εσωτερικό του σπιτιού πόνος δίνει µια τραγική διάσταση
στο κοινωνικό πρόβληµα της αποδηµίας.
Γλωσσικές
παρατηρήσεις. Ένα βασικό
χαρακτηριστικό των δηµοτικών τραγουδιών είναι η εκφραστική λιτότητα. Δηλαδή στα δύο τραγούδια χρησιμοποιείται καθαρή η
γλώσσα του ελληνικού λαού όπως αυτός τη μιλάει.
Ο λόγος είναι
παρατακτικός με κύριες προτάσεις (και στα δύο τραγούδια υπάρχουν ελάχιστες
δευτερεύουσες προτάσεις). Στα εξεταζόµενα τραγούδια η λιτότητα προκύπτει από την απουσία πολλών
σχηµάτων λόγου ή επιθέτων, από την κυριαρχία των ρηµατικών τύπων κ.λπ. Τέλος η εναλλαγή
πρωτοπρόσωπης-τριτοπρόσωπης αφήγησης στο
πρώτο τραγούδι και η χρήση των άστοχων ερωτηµάτων στο δεύτερο ως στοιχείων που
δίνουν ζωντάνια, αµεσότητα και γοργούς ρυθµούς στην αφήγηση.
Η ξενιτιά το
χαίρεται, τζιβαέρι µου, το µοσχολούλουδό µου,
εγώ ήµουνα που το
’στειλα, τζιβαέρι µου, µε θέληµα δικό µου.
Σιγανά πατώ στη γη,
σιγανά και ταπεινά.
Ανάθεµα σε ξενιτιά,
τζιβαέρι µου, και συ και το καλό σου
που πήρες το
παιδάκι µου, τζιβαέρι µου, και το ’κανες δικό σου.
Σιγανά πατώ στη γη,
σιγανά και ταπεινά.
[1] Aποτελούν
μια από τις πιο εκφραστικές κατηγορίες των δημοτικών τραγουδιών, επειδή διεκτραγωδούν
τη σχεδόν πάντα συνεχή έξοδο του ελληνικού λαού από την επικράτεια του ελληνικού
χώρου προς το εξωτερικό, [εκείνη την εποχή κυρίως προς τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες
(Bλαχία)] προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της επιβίωσής του με την εξωτερική μετανάστευση.
O λαογράφος Nικόλαος Πολίτης
έβαλε ως απόφθεγμα στην ομάδα των τραγουδιών της ξενιτιάς ένα στίχο από το λαϊκό
ποίημα Περί ξενιτείας: «H ξενιτειά και ο
θάνατος αδέλφια λογούνται», φράση η οποία υποδηλώνει και τη γενικότερη σχέση
ανάμεσα στα τραγούδια της ξενιτιάς και τα τραγούδια του θανάτου.
[2] Βλέπε και Σημειώσεις
Νεοελληνικών Κειμένων Α Γυμνασίου, σελ. 34-35
[3]
Αξίζει να επισημάνουμε ότι το νερό και τα φρούτα λειτουργούν ως σύµβολα της
πατρικής γης, της οικογενειακής εστίας και των αγαπηµένων προσώπων που έχει
ουσιαστικά ανάγκη ο άρρωστος ξενιτεµένος.
[4] τζιβαέρι (τζοβαίρι)
=πολύτιμος λίθος, κόσμημα, στολίδι= η φράση σημαίνει «θησαυρέ μου»
Ακολουθουν μουσικές και στιχουργικές παραλλαγές του δεύτερου δημοτικού τραγουδιού ("Ξενιτεμένο μου πουλί")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου