Να ’σαι καλά δάσκαλε!
Υπήρξε φιλόλογος, ποιητής και
πεζογράφος. Γιος προσφύγων με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, μεγάλωσε
στη Θεσσαλονίκη όπου έζησε δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια. Σπούδασε
φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και για ένα διάστημα εργάστηκε ως βοηθός
σε πανεπιστημιακή έδρα. Αρχικά, δίδαξε σε ιδιωτικά γυμνάσια και αργότερα σε
δημόσια σχολεία στην Ελλάδα και στη Λιβύη, ενώ το 1970 αποσπάσθηκε στο
Υπουργείο Παιδείας με σκοπό την αναμόρφωση βιβλίων των Νέων Ελληνικών. Το 1978
έως το 1985 εργάσθηκε στο περιοδικό “Φυλλάδιο”.
Ο Ιωάννου ως
λογοτέχνης ανήκε στους νεότερους πεζογράφους μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης
μεταπολεμικής γενιάς. Πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική πλακέτα Ηλιοτρόπια
(1954), καθιερώθηκε όμως αργότερα (1958-1964) ως συνεργάτης του περιοδικού
“Διαγώνια της Θεσσαλονίκης”, το οποίο εξέδωσε και την πρώτη του ποιητική
συλλογή Τα χίλια δέντρα (1963), ενώ τον επόμενο χρόνο οι “Εκδόσεις Διαγωνίου”
κυκλοφόρησαν τα πεζογραφήματά του με τον τίτλο «Για ένα φιλότιμο».
Ακολούθησαν η Σαρκοφάγος (1971), Η μόνη
κληρονομιά (1974), Ομόνοια (1980), Το αυγό της κότας (θεατρικό, 1981), Εφήβων
και μη (1982), Εύφλεκτη χώρα (1982), Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984).
Ασχολήθηκε
επίσης με το δημοτικό τραγούδι και τη λαογραφία. Ενδεικτικά,
αναφέρονται τα εξής έργα: Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας (1964), Μαγικά
παραμύθια του Ελληνικού λαού (1966), Καραγκιόζης (1971-72) κ.α.
Κοινό χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι το εξομολογητικό ύφος μέσα
από προσωπικές μαρτυρίες και βιώματα, το χιούμορ που φτάνει ως τον αυτοσαρκασμό, η
έντονη προσωπική οπτική μέσα από την οποία αντιμετωπίζει τη νεοελληνική
πραγματικότητα, η ειλικρίνεια, η αμεσότητα, η κριτική της εποχής του. Οι χαρακτήρες
των βιβλίων του είναι ολοκληρωμένοι, ο τόνος αυτοβιογραφικός, προερχόμενος από
τις εφηβικές αναμνήσεις στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1940, και τα έργα του
περιλαμβάνουν εικόνες και αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, όπου εξυμνούνται
η αθωότητα, η αυθεντικότητα και ο ρεαλισμός των συναισθημάτων.Σχόλια για το έργο του μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Αξία-περιφρόνηση του λαϊκού πολιτισµού
Αποκοπή-γνωριµία των µαθητών µε το λαϊκό πολιτισµό
Μαθητική πονηριά
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Στο διήγηµα αυτό ο αφηγητής
υιοθετεί το βλέµµα ενός έφηβου µαθητή, ο οποίος περιγράφει την εµπειρία του από
τη διδασκαλία και τη γενικότερη παρουσία του φιλολόγου του. Επισημαίνουμε ότι το
διήγηµα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού ο Ιωάννου θήτευσε στη Μέση
Εκπαίδευση και ασχολήθηκε µε τη συγκέντρωση και µελέτη των δηµοτικών
τραγουδιών. Τα παιδιά του χωριού στο οποίο ζει ο αφηγητής ενθουσιάζονται µε τον
καθηγητή που τους εµπνέει σεβασµό για την παράδοση, αντίθετα ο αφηγητής νιώθει
κάπως µειονεκτικά, γιατί ενώ οι συµµαθητές του «ξέρανε τη ρίζα τους», ο ίδιος
δεν ήξερε «ούτε τον παππού του».
Αν και το σύντοµο αυτό
διήγηµα πρωτοδηµοσιεύτηκε το 1979, µπορούµε να θεωρήσουµε ότι καταγράφει µια
πραγµατικότητα που ισχύει και σήµερα: οι µαθητές αντιµετωπίζουν τη λαϊκή
παράδοση µε επιφύλαξη ή και υποτίµηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα
κυρίαρχα στο αστικό κοινωνικό περιβάλλον αισθητικά πρότυπα (τα οποία σήμερα καθορίζονται
κυρίως από τα ΜΜΕ, τον κινηματογράφο και το διαδίκτυο) είναι εντελώς
διαφορετικά απ’ ότι στο παρελθόν, από το οποίο προέρχεται η παράδοση και κυρίως
ξενόφερτα. Μας εξιστορεί λοιπόν την προσπάθεια ενός νέου φιλολόγου που αγαπά το
λαϊκό πολιτισµό να µεταδώσει την αγάπη του αυτή στα παιδιά. Έτσι τα παιδιά
ανακαλύπτουν ότι αυτό που µέχρι χτες αγνοούσαν και υποτιµούσαν µπορεί να γίνει
πηγή όχι µόνο γνώσης και αισθητικής απόλαυσης, αλλά και να ανανεώσει και να
εµπλουτίσει τη σχέση τους µε άτοµα µεγαλύτερης ηλικίας.
Το διήγηµα βασίζεται στην αντίθεση ανάµεσα στην Αθήνα και στην
ελληνική επαρχία. Ενώ δηλαδή το µεγάλο αστικό κέντρο έχει αποκοπεί εντελώς
από το λαϊκό πολιτισµό, στις µικρές πόλεις ή στην ύπαιθρο η επανασύνδεση µε το
λαϊκό πολιτισµό ίσως είναι εφικτή, αν το σχολικό και το κοινωνικό περιβάλλον
δώσει στα παιδιά τα σχετικά ερεθίσµατα. Στο διήγηµα προβάλλεται η αντίληψη ότι,
αν ο εκπαιδευτικός αγαπά τον πολιτισµό, µπορεί να µεταδώσει την αγάπη αυτή και
στους µαθητές του. Η τελευταία φράση του διηγήµατος, µέσα σε εισαγωγικά, είναι
µετέωρη, εκφέρεται από τον ώριµο αφηγητή, ο οποίος γνωρίζει τη µελλοντική
έκβαση των πραγµάτων, ότι δηλαδή η µεγάλη πολιτεία αφοµοιώνει οριστικά τα
παιδιά της, κρατώντας τα µακριά από το λαϊκό πολιτισµό.
Ο φιλόλογος του διηγήµατος,
εφαρµόζοντας τις αρχές του «σχολείου εργασίας», φέρνει τα παιδιά σε επαφή µε το
περιβάλλον, µε σκοπό την κοινωνικοποίησή τους. Η προσωπικότητα του διαγράφεται
καθαρά µέσα από τις δραστηριότητες και τη διδακτική µεθοδολογία του.
Λαϊκή παράδοση ονομάζεται το σύνολο των
πολιτισμικών στοιχείων που κληροδοτήθηκαν από τις παλαιότερες γενιές, δηλαδή όλων
των ειδών εκφράσεις ή συμπεριφορές του υλικού και πνευματικού βίου ενός λαού
και συγκεκριμένα:
τα υλικά δημιουργήματα (οικοδομήματα, εργαλεία, φορεσιές κ.ά.)
πράξεις και
ενέργειες (ήθη,
έθιμα, λαϊκά δρώμενα κ.ά.)
τα πνευματικά δημιουργήματα
(τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες κ.ά.)
οι θεσμοί και
οι αξίες (ηθικές,
κοινωνικές κ.ά.)
η καλλιτεχνική
έκφραση
(χορός, χειροτεχνήματα, ζωγραφική, γλυπτική κ.ά.)
ο τρόπος ζωής (ατομικής, οικογενειακής
και κοινωνικής) και εργασίας καθώς και οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.
Δείγμα ελληνικής λαικής τέχνης |
—Όλα τα παραπάνω συνιστούν τη λαϊκή παράδοση ενός
τόπου, που χαρακτηρίζεται από τον αφηγητή σαν ένας θησαυρός κρυφός και
αλογάριαστος, δηλαδή ανεκτίμητος.
Πράγματι η αξία της παράδοσης
για ένα λαό είναι μεγάλη, γιατί οι άνθρωποι δε νιώθουν μετέωροι και
ξεκομμένοι από τις ρίζες τους, ενώ το δέσιμο με την παράδοση λειτουργεί σαν
στήριγμα ψυχικό, καθώς τους δημιουργούνται συναισθήματα αυτοπεποίθησης και
ασφάλειας. Παράλληλα, όταν αντλούνται διδάγματα από το παρελθόν και
υιοθετούνται οι δοκιμασμένες αξίες του[1], υπάρχει κάποιος οδηγός για
το παρόν και για το μέλλον. Τέλος, η παράδοση αποτελεί το πιο βασικό στοιχείο
της εθνικής ταυτότητας ενός λαού και σημαντικό παράγοντα για την ενότητα του.
Ενα ελάχιστο παράδειγμα δημιουργικής αναπαραγωγής παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού είναι το παρακάτω θρακιώτικο:
η δημιουργική αναπαραγωγή
όπως κι αυτή:
Τα δύο μοντέλα
διδασκαλίας των μαθημάτων
Στο κείμενο παρουσιάζονται δύο μοντέλα διδασκαλίας:
α. Το πρώτο έχει να κάνει με την εφαρμογή των αρχών
του «σχολείου εργασίας», ενός
σχολείου που δεν είναι απομονωμένο από τη ζωή και την κοινωνία, που δεν
περιορίζει την απόκτηση γνώσεων στους τοίχους του σχολικού περιβάλλοντος, αλλά
ενθαρρύνει τους μαθητές σε δραστηριότητες που ξεφεύγουν από τα όρια του τυπικού
αναλυτικού προγράμματος και τους καλλιεργεί δημιουργικά ενδιαφέροντα, ώστε να
εφαρμόζουν στην πράξη τη θεωρητική γνώση.
— Στο σχολείο αυτό, πέρα από τον τρόπο απόκτησης των
γνώσεων και ως προς τη σχέση μαθητή-δασκάλου, οι μαθητές δε φοβούνται το
δάσκαλο, τον βλέπουν ως συνεργάτη και σύμβουλο και εκδηλώνονται μπροστά του με
αυθορμητισμό και ειλικρίνεια, ενώ ο δάσκαλος συμπεριφέρεται στους μαθητές με
οικειότητα και κατανόηση, δεν είναι απόμακρος και αυστηρός, δεν παρουσιάζεται
ως αυθεντία, αλλά σέβεται την προσωπικότητα του μαθητή και παράλληλα δημιουργεί
ευχάριστη ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας το διάλογο αντί για την αυταρχική επιβολή
των απόψεων του.
Μια σχηματική παρουσίαση των απόψεων του θεμελιωτή του σχολείου εργασίας John Dewey υπάρχει παρακάτω.
Το δεύτερο μοντέλο δίνεται συνοπτικά με τη φράση: Αλλά ήξεραν πολύ
καλά από κατάλογο, άγριες ή φαρμακερές φωνές και τρεμούλες. Το σχολείο αυτό
έχει δασκάλους σκυθρωπούς και αυστηρούς, με συμπεριφορά αντιπαιδαγωγική, δηλαδή
σκληρή, προσβλητική και αυταρχική. Ο δάσκαλος καταπιέζει τους μαθητές και επιβάλλεται
με την απειλή του βαθμού και την άσκηση βίας (ξυλοδαρμός) προβάλλοντας τον
εαυτό του ως αυθεντία. Οι μαθητές από την πλευρά τους τον τρέμουν από το φόβο
τους και αισθάνονται ασφυχτικά και αποπνιχτικά, σαν φυλακισμένοι, ενώ η μόνη
δραστηριότητα που τους επιβάλλεται είναι η στείρα απομνημόνευση ξερών και
άψυχων γνώσεων μέσα στο απομονωμένο από τη ζωή και την κοινωνία περιβάλλον του
σχολείου.